- υστερόγραφος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που γράφεται μετά το τέλος επιστολής ή κειμένου2. το ουδ. ως ουσ. το υστερόγραφοσημείωση που προστίθεται μετά το τέλος επιστολής ή κειμένου, υποσημείωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + -γραφος*. Ο λόγιος τ. τού ουδ. ὑστερόγραφον μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν, ενώ το επίρρ. ὑστερογράφως από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.